- δοκησισοφία
- ηη ιδιότητα του δοκησίσοφου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοκησισοφία — δοκησισοφίᾱ , δοκησισοφία conceit of wisdom fem nom/voc/acc dual δοκησισοφίᾱ , δοκησισοφία conceit of wisdom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκησισοφία — η (AM δοκησισοφία, Μ και δοκησοφία) [δοκησίσοφος] το να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του σοφό, ψευδοσοφία … Dictionary of Greek
δοκησισοφίας — δοκησισοφίᾱς , δοκησισοφία conceit of wisdom fem acc pl δοκησισοφίᾱς , δοκησισοφία conceit of wisdom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκησισοφίαν — δοκησισοφίᾱν , δοκησισοφία conceit of wisdom fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκησισοφίαις — δοκησισοφία conceit of wisdom fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξοσοφία — η (AM δοξοσοφία) 1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία 2. ψευδοσοφία … Dictionary of Greek
κενοδοξία — η (ΑΜ κενοδοξία, Μ και κενοδοξία) [κενοδοξώ] το να είναι κανείς κενόδοξος, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία αρχ. 1. δοκησισοφία («μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἤ κενοδοξίαν», Πλούτ.) 2. σεμνοτυφία … Dictionary of Greek
κενοσοφία — η [κενόσοφος] κενή ή φανταστική ή επιπόλαιη σοφία, ψευδοσοφία, δοκησισοφία … Dictionary of Greek
οιησισοφία — οἰησισοφία, ἡ (Α) [οιησίσοφος] το να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του σοφό, δοκησισοφία … Dictionary of Greek
περίνοια — ἡ, ΜΑ [περίνους] 1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.) 3 … Dictionary of Greek